Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι ουσιαστικά μία μικροαγγειοπάθεια. Τα αγγεία του αμφιβληστροειδούς είναι εύκολα ορατά κατά την οφθαλμολογική εξέταση (βυθοσκόπηση) και ως εκ τούτου οι ασθενείς με διαβήτη πρέπει να υποβάλλονται σε τακτικούς οφθαλμολογικούς ελέγχους, προκειμένου να διαπιστωθούν τυχόν σημεία αγγειοπάθειας, που ενδέχεται να αφορούν και λοιπά όργανα-στόχους.
Η συχνότητα της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας ανάμεσα στους διαβητικούς ασθενείς ποικίλλει στις διάφορες μελέτες, ωστόσο παγκοσμίως φτάνει περίπου το 27-30%. Είναι συχνότερη στο διαβήτη τύπου 1 απ’ ό,τι στον τύπου 2. Ωστόσο, το 30% των ατόμων που διαγιγνώσκονται με διαβήτη τύπου 2 εμφανίζει κάποιες από τις κλινικές εκδηλώσεις της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας κατά τη στιγμή της διάγνωσης.
Η διάρκεια της νόσου αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η κακή ρύθμιση του διαβήτη, η αρτηριακή υπέρταση, η υπερλιπιδαιμία, η κύηση κλπ.
Σύμφωνα με τημελέτη ETDRS, η ταξινόμηση της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας είναι η εξής:
- Μη παραγωγική διαβητική αμφ/πάθεια (πολύ ήπια, ήπια, μέτρια, σοβαρή, πολύ σοβαρή).
- Παραγωγική διαβητική αμφ/πάθεια (μέτρια-ήπια, υψηλού κινδύνου, προχωρημένη διαβητική νόσος).
Βασικό χαρακτηριστικό της παραγωγικής μορφής είναι η παρουσία νεοαγγείωσης (παθολογικών νέων αγγείων) στον οπτικό δίσκο ή/και αλλού στον αμφιβληστροειδή.
Το διαβητικό οίδημα της ωχράς αποτελεί το συχνότερο αίτιο έκπτωσης της όρασης στους διαβητικούς ασθενείς.
Ανάλογα με το στάδιο της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας και τη γενική κατάσταση των διαβητικών ασθενών, καθορίζεται το πρόγραμμα των επανεξετάσεων και, εάν απαιτείται θεραπεία, το θεραπευτικό σχήμα.
Η σωστή ρύθμιση του σακχάρου είναι ζωτικής σημασίας.
Οι θεραπευτικές επιλογές για τους οφθαλμούς περιλαμβάνουν τη χορήγηση αντι-αγγειογενετικών (anti–VEGF) παραγόντων ή εμφυτεύματος δεξαμεθαζόνης ενδοϋαλοειδικά, την εφαρμογή laser και τη χειρουργική του αμφιβληστροειδούς (υαλοειδεκτομή).