Τι ονομάζουμε διαθλαστικό μέσο;
Διαθλαστικό μέσο ονομάζεται κάθε διαφανές σώμα που μεταβάλλει την κλίση ή την κατεύθυνση των ακτίνων μιας φωτεινής δέσμης που το διαπερνά.
Διαθλαστικό μέσο ονομάζεται κάθε διαφανές σώμα που μεταβάλλει την κλίση ή την κατεύθυνση των ακτίνων μιας φωτεινής δέσμης που το διαπερνά.
Μια δέσμη φωτεινών ακτίνων, προερχόμενη από μια φωτεινή πηγή, εισέρχεται στον οφθαλμό και φτάνει στον αμφιβληστροειδή. Καθώς η φωτεινή δέσμη πορεύεται προς τον αμφιβληστροειδή, συναντά τον κερατοειδή, το υδατοειδές υγρό, τον κρυσταλλοειδή φακό και το υαλοειδές σώμα. Από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα, μέσω των φωτοϋποδοχέων και ειδικών νευρώνων, το οπτικό ερέθισμα μεταφέρεται στον οπτικό φλοιό του εγκεφάλου, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η εικόνα.
Τα πιο διαθλαστικά σημεία κατά την πορεία της φωτεινής δέσμης είναι ο κερατοειδής και ιδιαίτερα η πρόσθια επιφάνειά του και, σε μικρότερο βαθμό, ο κρυσταλλοειδής φακός. Η συνολική διαθλαστική δύναμη του οφθαλμού είναι περίπου +60 διοπτρίες (D). Από αυτές, ο κερατοειδής (πρόσθια και οπίσθια επιφάνεια) προσφέρει περίπου +43 με +47 διοπτρίες (D).
Η εμμετρωπία είναι η διαθλαστική κατάσταση του οφθαλμού, κατά την οποία μία παράλληλη δέσμη ακτίνων από μακρινή φωτεινή πηγή εστιάζεται ακριβώς στον αμφιβληστροειδή. Στην ουσία, το εμμετρωπικό μάτι δεν έχει διαθλαστική ανωμαλία.
Στην αμετρωπία υπάρχει κάποια διαθλαστική ανωμαλία, η οποία εμποδίζει την ακριβή εστίαση της παράλληλης δέσμης των ακτίνων στον αμφιβληστροειδή. Το αποτέλεσμα είναι η παράλληλη δέσμη ακτίνων να εστιάζεται μπροστά ή πίσω από τον αμφιβληστροειδή, οδηγώντας σε θολή όραση.
Στο μυωπικό μάτι μία παράλληλη δέσμη φωτεινών ακτίνων, προερχόμενη από μία μακρινή φωτεινή πηγή, δεν εστιάζεται πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά μπροστά από αυτόν. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω υψηλής διαθλαστικής δύναμης είτε λόγω μεγάλου αξονικού μήκους του οφθαλμού. Σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται να συνυπάρχουν και οι δύο μηχανισμοί. Κατά συνέπεια, το μυωπικό μάτι δεν είναι σε θέση να διακρίνει τα μακρινά αντικείμενα. Ωστόσο, όταν το αντικείμενο πλησιάσει σε κάποια κοντινή απόσταση από το μυωπικό μάτι, η εικόνα του θα εστιαστεί στον αμφιβληστροειδή και το αντικείμενο θα γίνει ορατό με ευκρίνεια.
Μυωπία: μία παράλληλη δέσμη φωτεινών ακτίνων, προερχόμενη από μία μακρινή φωτεινή πηγή, εστιάζεται μπροστά από τον αμφιβληστροειδή.
Στο υπερμετρωπικό μάτι μία παράλληλη δέσμη φωτεινών ακτίνων, προερχόμενη από μία μακρινή φωτεινή πηγή, συναντά τον αμφιβληστροειδή πριν ακόμη σχηματίσει εστία.Αυτό συμβαίνει είτε λόγω χαμηλής διαθλαστικής δύναμης είτε λόγω μικρού αξονικού μήκους του οφθαλμού είτε λόγω και των δύο μηχανισμών. Το υπερμετρωπικό μάτι δεν μπορεί να διακρίνει τα μακρινά αντικείμενα αλλά ούτε και τα κοντινά.Αυτό συμβαίνει, διότι η δέσμη που στέλνει το κοντινό αντικείμενο μετατοπίζει την εστία ακόμη πιο πίσω από τον αμφιβληστροειδή.
Υπερμετρωπία: μία παράλληλη δέσμη φωτεινών ακτίνων, προερχόμενη από μία μακρινή φωτεινή πηγή, συναντά τον αμφιβληστροειδή πριν ακόμη σχηματίσει εστία.
Στον αστιγματισμό οι ακτίνες φωτός τόσο από τα μακρινά όσο και από τα κοντινά αντικείμενα δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα και μόνο σημείο. Αυτό οφείλεται σε διαφορές στην κυρτότητα του κερατοειδούς ή/και του φακού στους διάφορους μεσημβρινούς. Ο αστιγματισμός επηρεάζει τόσο τη μακρινή όσο και την κοντινή όραση και μπορεί να συνυπάρχει με οποιαδήποτε άλλη διαθλαστική ανωμαλία.
Με το μηχανισμό της προσαρμογής το μάτι αλλάζει τη διαθλαστική του δύναμη μέσω μεταβολής στο σχήμα του κρυσταλλοειδούς φακού. Μέσω της σύσπασης του ακτινωτού μυός χαλαρώνουν οι ίνες της ζιννείου ζώνης, οι οποίες αποτελούν ουσιαστικά το «στήριγμα» του κρυσταλλοειδούς φακού. Ως αποτέλεσμα, ο κρυσταλλοειδής φακός γίνεται πιο σφαιρικός και αυξάνεται η διαθλαστική του δύναμη. Χάρη στο μηχανισμό της προσαρμογής το μάτι μπορεί να απεικονίζει ευκρινώς στον αμφιβληστροειδή και τα κοντινά αντικείμενα.
Βασικό σύμπτωμα της πρεσβυωπίας είναι η μειωμένη όραση για κοντά. Με την πάροδο των ετών ο φακός του οφθαλμού σκληραίνει και επέρχεται μία δυσκολία στην αλλαγή του σχήματός του. Με βάση το μηχανισμό της προσαρμογής, γίνεται αντιληπτό ότι με την πάροδο των ετών μειώνεται το εύρος της προσαρμογής. Ωστόσο, ενώ η μείωση του εύρους της προσαρμογής αρχίζει από τα πρώτα χρόνια της ζωής, οι επιπτώσεις και οι ενοχλήσεις στην καθημερινότητα φαίνονται αργότερα, περίπου στην ηλικία των 40 ετών.
Η διόρθωση των διαθλαστικών ανωμαλιών και η βελτίωση της πρεσβυωπίας γίνονται με τους εξής τρόπους: